λαθροχειρίζω

λαθροχειρίζω
και λαθροχειρώ
κλέβω επιτήδεια, υπεξαιρώ, αφαιρώ κάτι από κάποιον χωρίς να γίνω αντιληπτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαθρόχειρ. Ο τ. λαθροχειρώ μαρτυρείται από το 1844 στην εφημερίδα Αιών].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”